- σπονδίζω
- (I)ΜΑ [σπονδή]σπένδω, κάνω σπονδήμσν.μέσ. σπονδίζομαισυνθηκολογώ με κάποιον.————————(II)Μχρησιμοποιώ σπονδείους στον στίχο μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σπονδ-ειάζω, κατά τα ρ. σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.